εργοστασιάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοστασιάρα οι εργοστασιάρες
      γενική της εργοστασιάρας
    αιτιατική την εργοστασιάρα τις εργοστασιάρες
     κλητική εργοστασιάρα εργοστασιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργοστασιάρα < εργοστάσιο + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

εργοστασιάρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.