επιτίθεμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιτίθεμαι < αρχαία ελληνική ἐπιτίθεμαι

Ρήμα

επιτίθεμαι

  1. επιχειρώ, συνήθως με ορμητικό και βίαιο τρόπο, να εξουδετερώσω κάτι ή κάποιον, να του επιβάλλω τη θέλησή μου ή να του προκαλέσω ζημιά (π.χ. σωματική βλάβη, για πρόσωπο)
    η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμη για στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράν
    ειδικοί θεωρούν ότι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος είναι ευάλωτοι σε ψηφιακές επιθέσεις
  2. εκτοξεύω αυστηρές κριτικές εναντίον κάποιου, τον κατηγορώ, τον υποτιμώ
    η καλή συνεργασία προϋποθέτει ότι δεν κάνουμε προσωπικές επιθέσεις εναντίον των συναδέλφων μας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.