επιπλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιπλάς οι επιπλάδες
      γενική του επιπλά των επιπλάδων
    αιτιατική τον επιπλά τους επιπλάδες
     κλητική επιπλά επιπλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπλάς < έπιπλο + -άς

Ουσιαστικό

επιπλάς αρσενικό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη  επιπλοποιός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.