ἐπιθυμέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐπιθυμέω 
Παρατατικός  ἐπεθύμουν 
Μέλλοντας  ἐπιθυμήσω 
Αόριστος  ἐπεθύμησα 
Παρακείμενος  ἐπιτεθύμηκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.
Στην παθητική φωνή απαντά μόνο η μετοχή ενεστώτα «τὰ ἐπιθυμούμενα»
και το σύνθετο απαρέμφατο «ἀντεπιθυμεῖσθαι».

Ετυμολογία

ἐπιθυμέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἐπιθυμέω

  • ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ σφόδρα
      6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Πρόβατον κειρόμενον, 232.1
    εἰ μὲν ἔρια ἐπιζητεῖς, ἀνωτέρω τέμνε, εἰ δὲ κρεῶν ἐπιθυμεῖς, ἅπαξ με καταθύσας τοῦ κατὰ μικρὸν βασανίζειν ἀπάλλαξον.
    αν είναι το μαλλί μου που γυρεύεις, κόβε πιο πάνω, όχι τόσο βαθιά. Αν πάλι θέλεις το κρέας μου, σφάξε με μια και καλή, μη με βασανίζεις έτσι λίγο-λίγο.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Το πρόβατο που το κούρευαν.

Συγγενικά

  • ἀξιεπιθύμητος
  • ἀνεπιθύμητος
  • ἀντεπιθυμέω
  • αὐτοεπιθυμία
  • ἐπιθύμημα
  • ἐπιθύμησις
  • ἐπιθυμητής
  • ἐπιθυμητικός
  • ἐπιθυμητός
  • ἐπιθυμία
  • ἐπίθυμος
  • κατεπίθυμος
  • προεπιθυμία
  • συνεπιθυμέω
  • συνεπιθυμητής
  • ὑπερεπιθυμέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.