επαρχιωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαρχιωτισμός οι επαρχιωτισμοί
      γενική του επαρχιωτισμού των επαρχιωτισμών
    αιτιατική τον επαρχιωτισμό τους επαρχιωτισμούς
     κλητική επαρχιωτισμέ επαρχιωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαρχιωτισμός < επαρχία

Ουσιαστικό

επαρχιωτισμός αρσενικό

  • (μειωτικό) η νοοτροπία των κατοίκων της επαρχίας σε αντιπαράθεση με τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής των μεγάλων αστικών κέντρων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.