επαρχιακή οδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαρχιακή οδός οι επαρχιακές οδοί
      γενική της επαρχιακής οδού των επαρχιακών οδών
    αιτιατική την επαρχιακή οδό τις επαρχιακές οδούς
     κλητική επαρχιακή οδέ επαρχιακές οδοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαρχιακή οδός <  δείτε τις λέξεις επαρχιακός και οδός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.paɾ.çi.aˈci oˈðos/

Πολυλεκτικός όρος

επαρχιακή οδός θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.