επανενορχήστρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανενορχήστρωση | οι | επανενορχηστρώσεις |
| γενική | της | επανενορχήστρωσης* | των | επανενορχηστρώσεων |
| αιτιατική | την | επανενορχήστρωση | τις | επανενορχηστρώσεις |
| κλητική | επανενορχήστρωση | επανενορχηστρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανενορχηστρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επανενορχήστρωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επανενορχήστρωση θηλυκό
- (μουσική) ενορχήστρωση διαφορετική από αυτή(ν) που όρισε ο συνθέτης
Μεταφράσεις
επανενορχήστρωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.