επαναλήπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαναλήπτης οι επαναλήπτες
      γενική του επαναλήπτη των επαναληπτών
    αιτιατική τον επαναλήπτη τους επαναλήπτες
     κλητική επαναλήπτη επαναλήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαναλήπτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επαναλήπτης αρσενικό

  1. (πληροφορική) η πλήμνη
  2. (πληροφορική) ο WiFi repeater

  • signal splitter (διαχωριστής σήματος)
  • signal doubler (διπλασιαστής σήματος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.