επαναλήπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επαναλήπτης | οι | επαναλήπτες |
| γενική | του | επαναλήπτη | των | επαναληπτών |
| αιτιατική | τον | επαναλήπτη | τους | επαναλήπτες |
| κλητική | επαναλήπτη | επαναλήπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επαναλήπτης < → λείπει η ετυμολογία
- signal splitter (διαχωριστής σήματος)
- signal doubler (διπλασιαστής σήματος)
Μεταφράσεις
επαναλήπτης
|
→ δείτε τη λέξη πλήμνη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.