επέκεινα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επέκεινα < αρχαία ελληνική ἐπέκεινα < ἐπ’ ἐκεῖνα (σε αντιδιαστολή με το ἐπί τάδε)
Επίρρημα
επέκεινα
- (αρχαιοπρεπές) μακριά, πέρα από χρονικό ή τοπικό σημείο
- (μεταφορικά) η μεταθανάτια ζωή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.