επέκεινα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επέκεινα < αρχαία ελληνική ἐπέκεινα < ἐπ’ ἐκεῖνα (σε αντιδιαστολή με το ἐπί τάδε)

Επίρρημα

επέκεινα

  1. (αρχαιοπρεπές) μακριά, πέρα από χρονικό ή τοπικό σημείο
  2. (μεταφορικά) η μεταθανάτια ζωή

Ουσιαστικό

επέκεινα ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.