εξυπακούεται

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξυπακούεται < εξ + υπακούεται, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική est sous-entendu. Η ελληνιστική λέξη ἐξυπακουστέον σήμαινε 'πρέπει να γίνει κατανοητό'.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksi.paˈku.et.e/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξυπακούεται

Ρήμα

εξυπακούεται (μόνο στο γ' πρόσωπο ενεστωτικού θέματος) παρατατικός: εξυπακουόταν

Συγγενικά

  • εξυπακουόμενος (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
  • υπακούω
  • και  δείτε τη λέξη ακούω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.