εξοίδημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξοίδημα τα εξοιδήματα
      γενική του εξοιδήματος των εξοιδημάτων
    αιτιατική το εξοίδημα τα εξοιδήματα
     κλητική εξοίδημα εξοιδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξοίδημα < εξ- + οίδημα

Ουσιαστικό

εξοίδημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.