εν ψυχρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
εν ψυχρώ (λόγιο)
- σε ψυχρή κατάσταση, ψυχρά
- ↪ (χημεία) χημική αντίδραση εν ψυχρώ
- ↪ (για ελαιόλαδο) πρώτη πίεση εν ψυχρώ
- ψύχραιμα, χωρίς ηθικές αναστολές
- ↪ (νομικός όρος) εκτέλεση εν ψυχρώ
- πολυτονική γραφή: ἐν ψυχρῷ
Συνώνυμα
- στην ψύχρα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εν ψυχρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.