εν ψυχρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν ψυχρώ < (καθαρεύουσα ) ἐν ψυχρῷ < ἐν + ψυχρῷ (δοτική ενικού του ψυχρός)  δείτε τις λέξεις εν και ψυχρός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν ψυχρώ (λόγιο)

  1. σε ψυχρή κατάσταση, ψυχρά
    (χημεία) χημική αντίδραση εν ψυχρώ
    (για ελαιόλαδο) πρώτη πίεση εν ψυχρώ
  2. ψύχραιμα, χωρίς ηθικές αναστολές
    (νομικός όρος) εκτέλεση εν ψυχρώ
πολυτονική γραφή: ἐν ψυχρῷ

Συνώνυμα

  • στην ψύχρα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.