εν καταδύσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν καταδύσει < (καθαρεύουσα ) ἐν καταδύσει (δοτική του κατάδυσις)  δείτε τις λέξεις εν και κατάδυση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν καταδύσει (λόγιο)

  1. (ναυτικός όρος) κατά την κατάδυση
  2. (ναυτικός όρος) ο πλους των υποβρυχίων κάτων από την επιφάνεια της θάλασσας
    η ύπαρξη των πάγων παρά τους Πόλους, υποχρεώνει τα υποβρύχια να πλέουν εν καταδύσει

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.