εν καταδύσει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
εν καταδύσει (λόγιο)
- (ναυτικός όρος) κατά την κατάδυση
- (ναυτικός όρος) ο πλους των υποβρυχίων κάτων από την επιφάνεια της θάλασσας
- ↪ η ύπαρξη των πάγων παρά τους Πόλους, υποχρεώνει τα υποβρύχια να πλέουν εν καταδύσει
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εν καταδύσει
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.