εν αναδύσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν αναδύσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀναδύσει (δοτική ενικού του ἀνάδυσις)  δείτε τις λέξεις εν και ανάδυση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν αναδύσει

  1. (ναυτικός όρος) κατά την ανάδυση
  2. (ναυτικός όρος) ο πλους των υποβρυχίων στην επιφάνεια της θάλασσας
    ο όρος «αβλαβής διέλευση», υποχρεώνει τα υποβρύχια να πλέουν εν αναδύσει

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.