ενσυναισθησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενσυναισθησία οι ενσυναισθησίες
      γενική της ενσυναισθησίας των ενσυναισθησιών
    αιτιατική την ενσυναισθησία τις ενσυναισθησίες
     κλητική ενσυναισθησία ενσυναισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενσυναισθησία < ενσυναίσθηση + -σία

Ουσιαστικό

ενσυναισθησία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.