ενσκήπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενσκήπτω < αρχαία ελληνική ἐνσκήπτω < ἐν + σκήπτω

Ρήμα

ενσκήπτω

  1. εμφανίζομαι ξαφνικά και πλήττω κάποιον ή κάτι
    Ο καύσωνας που ενέσκηψε προκάλεσε εκατοντάδες θύματα.
    Ενέσκηψε παγετός / συμφορά / ίωση.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.