ενενηνταριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενενηνταριά οι ενενηνταριές
      γενική της ενενηνταριάς των ενενηνταριών
    αιτιατική την ενενηνταριά τις ενενηνταριές
     κλητική ενενηνταριά ενενηνταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενενηνταριά < ενενήντα + -αριά

Ουσιαστικό

ενενηνταριά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.