ενδελεχώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενδελεχώς < αρχαία ελληνική ἐνδελεχῶς < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός

Επίρρημα

ενδελεχώς

  1. (κυριολεκτικά) (λόγιο) συνεχώς, διαρκώς, αδιάλειπτα, αέναα
  2. (μεταφορικά) (λόγιο) επιμελώς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.