αέναα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αέναα < αέναος + -α < αρχαία ελληνική ἀέναος < νάω
- (λόγιο) αενάως
Μεταφράσεις
αέναα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αέναα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αέναος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.