εμπερικλείω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμπερικλείω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπερικλείω. Συγχρονικά αναλύεται σε εμ- + περικλείω (εμ- + περι- + κλείω)

Προφορά

ΔΦΑ : /em.be.ɾiˈkli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπερικλείω
παλιότερος συλλαβισμός: εμπερικλείω

Ρήμα

εμπερικλείω, πρτ.: εμπεριέκλεια, αόρ.: εμπεριέκλεισα, παθ.φωνή: εμπερικλείομαι, π.αόρ.: εμπερικλείστηκα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.