ελενίτ
Νέα ελληνικά (el)

Στέγη από ελενίτ
Ετυμολογία
- ελενίτ < ΕΛΛΕΝΙΤ (σήμα κατατεθέν)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.leˈnit/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λε‐νίτ
Ουσιαστικό
ελενίτ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) πλάκα αμιαντοτσιμέντου (αμιαντοσανίδα) που χρησιμοποιείτο στην κατασκευή στέγης (ή υπόστεγου), με σχήμα κυματοειδές σε απομίμηση κεραμοσκεπής, καθώς και σωλήνες από το ίδιο υλικό
- ※ τα προϊόντα και υλικά που προέρχονται από εκσκαφές, κατεδαφίσεις και γενικά οικοδομικές εργασίες (μπάζα) καθώς επίσης και τα τοξικά – επικίνδυνα απορρίμματα (π.χ προϊόντα αμιάντου-ελενίτ κ.α) δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες αποβλήτων στην περισυλλογή των οποίων υποχρεούται η Υπηρεσία (Διεύθυνση Καθαριότητας: Ευθύνη των δημοτών η αποκομιδή των τοξικών – επικίνδυνων απορριμμάτων, 4 Μαρτίου 2016, e-thessalia.gr )
- κυματοειδή φύλλα για κατασκευή σκεπής που μοιάζουν στο σχήμα με τα παλαιά ελενίτ και προσφέρονται με τον χαρακτηρισμό τύπου ελενίτ
- ※ Κυματοειδή πολυεστερικά φύλλα τύπου "Ελενίτ" (διατομή ... (από εμπορική ιστοσελίδα πώλησης δομικών υλικών, ανακτήθηκε 6/11/2021)
- ※ Πολυεστερικά αυλακωτά φύλλα τύπου ΕΛΕΝΙΤ (πλαστικό) (από εμπορική ιστοσελίδα πώλησης δομικών υλικών, ανακτήθηκε 6/11/2021)
Μεταφράσεις
ελενίτ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.