εκτυλίσσομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκτυλίσσομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκτυλίσσω < (ελληνιστική κοινή) ἐκτυλίσσω

Ρήμα

εκτυλίσσομαι ( & ξετυλίγομαι για νήματα, συσκευασίες)

  • Το δράμα εκτυλίχθηκε σε ένα ορεινό χωριό, όπου...

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.