εκτονώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτονώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκτονόω / ἐκτονῶ < ελληνιστική κοινή τονόω / τονῶ < αρχαία ελληνική τόνος < τείνω < πρωτοελληνική teňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ten-ye- of *ten- (τείνω)
Ρήμα
εκτονώνω
- κάνω κάτι να χάσει την ένταση ή τη δύναμη που έχει
- Προσπάθησε να εκτονώσει την ατμόσφαιρα μετά τον καβγά
Συγγενικά
- εκτονωμένος
- εκτόνωση
- εκτονωτικά
- εκτονωτικός
- → δείτε τις λέξεις εκ, τονώνω, τόνος και τείνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτονώνω | εκτόνωνα | θα εκτονώνω | να εκτονώνω | εκτονώνοντας | |
| β' ενικ. | εκτονώνεις | εκτόνωνες | θα εκτονώνεις | να εκτονώνεις | εκτόνωνε | |
| γ' ενικ. | εκτονώνει | εκτόνωνε | θα εκτονώνει | να εκτονώνει | ||
| α' πληθ. | εκτονώνουμε | εκτονώναμε | θα εκτονώνουμε | να εκτονώνουμε | ||
| β' πληθ. | εκτονώνετε | εκτονώνατε | θα εκτονώνετε | να εκτονώνετε | εκτονώνετε | |
| γ' πληθ. | εκτονώνουν(ε) | εκτόνωναν εκτονώναν(ε) |
θα εκτονώνουν(ε) | να εκτονώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτόνωσα | θα εκτονώσω | να εκτονώσω | εκτονώσει | ||
| β' ενικ. | εκτόνωσες | θα εκτονώσεις | να εκτονώσεις | εκτόνωσε | ||
| γ' ενικ. | εκτόνωσε | θα εκτονώσει | να εκτονώσει | |||
| α' πληθ. | εκτονώσαμε | θα εκτονώσουμε | να εκτονώσουμε | |||
| β' πληθ. | εκτονώσατε | θα εκτονώσετε | να εκτονώσετε | εκτονώστε | ||
| γ' πληθ. | εκτόνωσαν εκτονώσαν(ε) |
θα εκτονώσουν(ε) | να εκτονώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκτονώσει | είχα εκτονώσει | θα έχω εκτονώσει | να έχω εκτονώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκτονώσει | είχες εκτονώσει | θα έχεις εκτονώσει | να έχεις εκτονώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτονώσει | είχε εκτονώσει | θα έχει εκτονώσει | να έχει εκτονώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτονώσει | είχαμε εκτονώσει | θα έχουμε εκτονώσει | να έχουμε εκτονώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτονώσει | είχατε εκτονώσει | θα έχετε εκτονώσει | να έχετε εκτονώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτονώσει | είχαν εκτονώσει | θα έχουν εκτονώσει | να έχουν εκτονώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.