εκστασιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκστασιασμός | οι | εκστασιασμοί |
| γενική | του | εκστασιασμού | των | εκστασιασμών |
| αιτιατική | τον | εκστασιασμό | τους | εκστασιασμούς |
| κλητική | εκστασιασμέ | εκστασιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκστασιασμός < εκστασιάζομαι + -ός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.