εκπόρνευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπόρνευση οι εκπορνεύσεις
      γενική της εκπόρνευσης* των εκπορνεύσεων
    αιτιατική την εκπόρνευση τις εκπορνεύσεις
     κλητική εκπόρνευση εκπορνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπορνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπόρνευση < εκπορνεύω + -ση

Ουσιαστικό

εκπόρνευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.