εκπλειστηρίασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκπλειστηρίασμα | τα | εκπλειστηριάσματα |
| γενική | του | εκπλειστηριάσματος | των | εκπλειστηριασμάτων |
| αιτιατική | το | εκπλειστηρίασμα | τα | εκπλειστηριάσματα |
| κλητική | εκπλειστηρίασμα | εκπλειστηριάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκπλειστηρίασμα < εκπλειστηριάζω + -μα
Μεταφράσεις
εκπλειστηρίασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.