εισπράχτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εισπράχτορας | οι | εισπράχτορες |
| γενική | του | εισπράχτορα | των | εισπραχτόρων |
| αιτιατική | τον | εισπράχτορα | τους | εισπράχτορες |
| κλητική | εισπράχτορα | εισπράχτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.