εγκόλλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγκόλλημα τα εγκολλήματα
      γενική του εγκολλήματος των εγκολλημάτων
    αιτιατική το εγκόλλημα τα εγκολλήματα
     κλητική εγκόλλημα εγκολλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκόλλημα < εγκολλ(ώ) + -ημα

Ουσιαστικό

εγκόλλημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.