εβραϊκή άρπα

Νέα ελληνικά (el)

Εβραϊκή άρπα από μέταλλο

Ετυμολογία

Από παρετυμολόγηση: δεν πρόκειται ακριβώς για άρπα, και είναι αβέβαιο ότι έχει σχέση με εβραϊκή καταγωγή. Υπάρχουν πολλές θεωρίες για την ετυμολογία της λέξης. λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

εβραϊκή άρπα θηλυκό

  • (μουσικό όργανο) με γλωσσίδι (μεταλλικό ή μπαμπού) μέσα σε πλαίσιο. Το στόμα του οργανοπαίκτη ελέγχει το γλωσσίδι, ενώ το δάχτυλό του το τσιμπά παράγοντας ένα σταθερό τόνο. Το σχήμα του στόματος ελέγχει αρμονικές συχνότητες που δημιουργούν μελωδία.

Σημειώσεις

  • γλωσσόφωνο όργανο, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των νυκτών ιδιόφωνων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.