μπαμπού

Νέα ελληνικά (el)

βλαστός και φύλλα ενός μπαμπού

Ετυμολογία

μπαμπού < γαλλική bambou < πορτογαλική bambu < μαλαϊκή bambu < κανάντα ಬಂಬು

Ουσιαστικό

μπαμπού ουδέτερο άκλιτο

  • (φυτό) φυτό της ομάδας Bambuseae, με λογχοειδή φύλλα και κυλινδρικούς κούφιους βλαστούς οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία καλαθιών ή επίπλων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.