μπαμπού
Νέα ελληνικά (el)

βλαστός και φύλλα ενός μπαμπού
Ετυμολογία
- μπαμπού < γαλλική bambou < πορτογαλική bambu < μαλαϊκή bambu < κανάντα ಬಂಬು
Ουσιαστικό
μπαμπού ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
-
μπαμπού στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.