εβολουσιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εβολουσιονισμός | οι | εβολουσιονισμοί |
| γενική | του | εβολουσιονισμού | των | εβολουσιονισμών |
| αιτιατική | τον | εβολουσιονισμό | τους | εβολουσιονισμούς |
| κλητική | εβολουσιονισμέ | εβολουσιονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εβολουσιονισμός < αγγλική evolutionism
Μεταφράσεις
εβολουσιονισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.