δωρεολήπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δωρεολήπτης οι δωρεολήπτες
      γενική του δωρεολήπτη των δωρεοληπτών
    αιτιατική τον δωρεολήπτη τους δωρεολήπτες
     κλητική δωρεολήπτη δωρεολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωρεολήπτης < δωρεά + -ο- + -λήπτης

Ουσιαστικό

δωρεολήπτης αρσενικό

  • (νομικός όρος) που δέχεται δωρεά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.