δραχμοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραχμοποίηση οι δραχμοποιήσεις
      γενική της δραχμοποίησης* των δραχμοποιήσεων
    αιτιατική τη δραχμοποίηση τις δραχμοποιήσεις
     κλητική δραχμοποίηση δραχμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δραχμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δραχμοποίηση < δραχμή + -ποίηση

Ουσιαστικό

δραχμοποίηση θηλυκό

  • η μετατροπή ποσού από άλλο νόμισμα σε δραχμές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.