δοντάγρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δοντάγρα | οι | δοντάγρες |
| γενική | της | δοντάγρας | των | δονταγρών |
| αιτιατική | τη | δοντάγρα | τις | δοντάγρες |
| κλητική | δοντάγρα | δοντάγρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοντάγρα < οδοντάγρα με απώλεια του αρκτικού φωνήεντος
Μεταφράσεις
δοντάγρα
|
→ δείτε τη λέξη οδοντάγρα |
Πηγές
- οδοντάγρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.