δολίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολίνα οι δολίνες
      γενική της δολίνας των δολινών
    αιτιατική τη δολίνα τις δολίνες
     κλητική δολίνα δολίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δολίνα < σλαβικής προέλευσης долина / dolina < дол (μικρή κοιλάδα) (< πρωτοσλαβική *dolъ- (κοιλάδα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰol-) + -ина (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

δολίνα<ref> θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.