διό
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διό
<
αρχαία ελληνική
διό
<
διά
+
ὅ
,
ουδέτερο
του
ὅς
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ðiˈo
/
Επίρρημα
διό
(
αρχαιοπρεπές
)
συνεπώς
,
γι’
αυτό
(
τον
λόγο
),
κατά
συνέπεια
Μεταφράσεις
διό
→
δείτε
τη
λέξη
συνεπώς
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.