δισκοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δισκοπάθεια | οι | δισκοπάθειες |
| γενική | της | δισκοπάθειας | των | δισκοπαθειών |
| αιτιατική | τη | δισκοπάθεια | τις | δισκοπάθειες |
| κλητική | δισκοπάθεια | δισκοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δισκοπάθεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δισκοπάθεια θηλυκό
- Γενική ονομασία παθήσεων που προκαλούνται από αλλοιώσεις του μεσοσπονδύλιου δίσκου
Μεταφράσεις
δισκοπάθεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.