διευκρινίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ef.kɾiˈni.zo.me/ σε επίσημο ύφος
- ομόηχο: διευκρινίζομε
- ΔΦΑ : /ði̯ef.kɾiˈni.zo.me/ & /ðʝef.kɾiˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐κρι‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
διευκρινίζομαι, π.αόρ.: διευκρινίστηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: διευκρινισμένος, (ενεργ.: διευκρινίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος διευκρινίζω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.