διευθετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.e.fθeˈtu.me/ και νεότερη προφορά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐θε‐τού‐μαι
- ομόηχο: διευθετούμε
Ρήμα
διευθετούμαι, π.αόρ.: διευθετήθηκα, μτχ.π.π.: διευθετημένος, (ενεργ.: διευθετώ)
- παθητική φωνή του ρήματος διευθετώ → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.