διείσδυσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διείσδυσῐς αἱ διεισδύσεις
      γενική τῆς διεισδύσεως τῶν διεισδύσεων
      δοτική τῇ διεισδύσει ταῖς διεισδύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διείσδυσῐν τὰς διεισδύσεις
     κλητική ! διείσδυσῐ διεισδύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διεισδύσει
γεν-δοτ τοῖν  διεισδυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διείσδυσις < διεισδύω -δη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε < δι- + αρχαία ελληνική εἴσδυσις.

Ουσιαστικό

διείσδυσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.