διατρέφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διατρέφω < αρχαία ελληνική διατρέφω < διά + τρέφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈtɾe.fo/ & /ðʝaˈtɾe.fo/
Ρήμα
διατρέφω (παθητική φωνή: διατρέφομαι)
Συγγενικά
- διατροφή
- διατροφικά
- διατροφικός
- ημιδιατροφή
- → δείτε τις λέξεις διά και τρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.