διατράνωσις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διατράνωσις < διατρανῶ + -σις (-ωσις) Δείτε και το ελληνιστικό διατράνωσις.

Ουσιαστικό

διατράνωσις θηλυκό

Συγγενικά

  • διατρανωτής
  • προδιατρανόω

 και δείτε τη λέξη τρανός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διατράνωσῐς αἱ διατρανώσεις
      γενική τῆς διατρανώσεως τῶν διατρανώσεων
      δοτική τῇ διατρανώσει ταῖς διατρανώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διατράνωσῐν τὰς διατρανώσεις
     κλητική ! διατράνωσῐ διατρανώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατρανώσει
γεν-δοτ τοῖν  διατρανωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διατράνωσις < διατρανόω / διατρανῶ (εκφράζω, προφέρω καθαρά) + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τράνωσις.

Ουσιαστικό

διατράνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • διάτρανος
  • διατρανόω
  • διατρανῶς

 και δείτε τη λέξη τρανής

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.