διατράνωσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- διατράνωσις < διατρανῶ + -σις (-ωσις) Δείτε και το ελληνιστικό διατράνωσις.
Πηγές
- διατράνωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διατράνωσῐς | αἱ | διατρανώσεις | ||||
| γενική | τῆς | διατρανώσεως | τῶν | διατρανώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διατρανώσει | ταῖς | διατρανώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διατράνωσῐν | τὰς | διατρανώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διατράνωσῐ | διατρανώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διατρανώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διατρανωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- και στην καθαρεύουσα διατράνωσις:
- ζωηρή εκδήλωση [1]
- διακήρυξη, διατράνωση
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- διατράνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.