διαρρήκτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαρρήκτρια | οι | διαρρήκτριες |
| γενική | της | διαρρήκτριας | των | διαρρηκτριών |
| αιτιατική | τη | διαρρήκτρια | τις | διαρρήκτριες |
| κλητική | διαρρήκτρια | διαρρήκτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαρρήκτρια < θηλυκό του διαρρήκτης
Μεταφράσεις
διαρρήκτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.