διαολάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαολάκι τα διαολάκια
      γενική
    αιτιατική το διαολάκι τα διαολάκια
     κλητική διαολάκι διαολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαολάκι < διαβολάκι με αποβολή του β

Ουσιαστικό

διαολάκι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.