διαλυστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαλυστήρι τα διαλυστήρια
      γενική του διαλυστηριού των διαλυστηριών
    αιτιατική το διαλυστήρι τα διαλυστήρια
     κλητική διαλυστήρι διαλυστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαλυστήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διαλυστήρι ουδέτερο

  1. η χτένα
  2. χώρος ή δοχείο στο οποίο διαλύεται κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.