διαλυστήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαλυστήρα | οι | διαλυστήρες |
| γενική | της | διαλυστήρας | των | διαλυστήρων |
| αιτιατική | τη | διαλυστήρα | τις | διαλυστήρες |
| κλητική | διαλυστήρα | διαλυστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαλυστήρα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
διαλυστήρα
|
→ δείτε τη λέξη χτένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.