διαλάλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διαλάλησῐς | αἱ | διαλαλήσεις | ||||
| γενική | τῆς | διαλαλήσεως | τῶν | διαλαλήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διαλαλήσει | ταῖς | διαλαλήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διαλάλησῐν | τὰς | διαλαλήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διαλάλησῐ | διαλαλήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλαλήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαλαλησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διαλάλησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαλαλέω / διαλαλῶ, διαλαλη- + -σις
Πηγές
- διαλάλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.