διακανόνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακανόνιση οι διακανονίσεις
      γενική της διακανόνισης* των διακανονίσεων
    αιτιατική τη διακανόνιση τις διακανονίσεις
     κλητική διακανόνιση διακανονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακανονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακανόνιση < διακανονίζω + -ση

Ουσιαστικό

διακανόνιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.