διαβαθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- διαβάθμιση
- → δείτε τη λέξη βαθμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαβαθμίζω | διαβάθμιζα | θα διαβαθμίζω | να διαβαθμίζω | διαβαθμίζοντας | |
| β' ενικ. | διαβαθμίζεις | διαβάθμιζες | θα διαβαθμίζεις | να διαβαθμίζεις | διαβάθμιζε | |
| γ' ενικ. | διαβαθμίζει | διαβάθμιζε | θα διαβαθμίζει | να διαβαθμίζει | ||
| α' πληθ. | διαβαθμίζουμε | διαβαθμίζαμε | θα διαβαθμίζουμε | να διαβαθμίζουμε | ||
| β' πληθ. | διαβαθμίζετε | διαβαθμίζατε | θα διαβαθμίζετε | να διαβαθμίζετε | διαβαθμίζετε | |
| γ' πληθ. | διαβαθμίζουν(ε) | διαβάθμιζαν διαβαθμίζαν(ε) |
θα διαβαθμίζουν(ε) | να διαβαθμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαβάθμισα | θα διαβαθμίσω | να διαβαθμίσω | διαβαθμίσει | ||
| β' ενικ. | διαβάθμισες | θα διαβαθμίσεις | να διαβαθμίσεις | διαβάθμισε | ||
| γ' ενικ. | διαβάθμισε | θα διαβαθμίσει | να διαβαθμίσει | |||
| α' πληθ. | διαβαθμίσαμε | θα διαβαθμίσουμε | να διαβαθμίσουμε | |||
| β' πληθ. | διαβαθμίσατε | θα διαβαθμίσετε | να διαβαθμίσετε | διαβαθμίστε | ||
| γ' πληθ. | διαβάθμισαν διαβαθμίσαν(ε) |
θα διαβαθμίσουν(ε) | να διαβαθμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαβαθμίσει | είχα διαβαθμίσει | θα έχω διαβαθμίσει | να έχω διαβαθμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαβαθμίσει | είχες διαβαθμίσει | θα έχεις διαβαθμίσει | να έχεις διαβαθμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαβαθμίσει | είχε διαβαθμίσει | θα έχει διαβαθμίσει | να έχει διαβαθμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαβαθμίσει | είχαμε διαβαθμίσει | θα έχουμε διαβαθμίσει | να έχουμε διαβαθμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαβαθμίσει | είχατε διαβαθμίσει | θα έχετε διαβαθμίσει | να έχετε διαβαθμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαβαθμίσει | είχαν διαβαθμίσει | θα έχουν διαβαθμίσει | να έχουν διαβαθμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.