δημοτικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοτικισμός οι δημοτικισμοί
      γενική του δημοτικισμού των δημοτικισμών
    αιτιατική τον δημοτικισμό τους δημοτικισμούς
     κλητική δημοτικισμέ δημοτικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημοτικισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δημοτικισμός αρσενικό

  • (γλωσσολογία) απλοποιημένη μορφή της αρχαίας ελληνικής και της καθαρεύουσας που βασίζεται σε λόγια εκδοχή της δημώδους γλώσσας/απόπειρα γλωσσικής ενοποίησης προφορικού, γραπτού και λόγιου λόγου
    • (πολιτική) οι υπέρμαχοι της Αττικής διάλεκτου (και άλλων αρχαίων) και της καθαρεύουσας θεωρούν την δημοτική πολιτικό κίνημα, οι δημοτικιστές δεν ασπάζονται αυτόν τον ισχυρισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.